- γρηγοριανός
- γρηγοριανός , -η, -ο1) григорианский;2) γρηγοριανό / νέο ημερολόγιο — григорианский календарь, новый стиль
Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.
Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.
γρηγοριανός — ή, ό 1. αυτός που σχετίζεται με ιστορικό πρόσωπο με το όνομα Γρηγόριος. 2. γρηγοριανό ημερολόγιο, το ημερολόγιο που θεσπίστηκε από τον πάπα Γρηγόριο ΙΓ΄ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κώδικας — Χειρόγραφο βιβλίο το οποίο χρησιμοποιούσαν κυρίως πριν από την εφεύρεση της τυπογραφίας. Ο όρος προέρχεται από τη λατινική λέξη caudex (αργότερα codex), που αρχικά σήμαινε κορμό δέντρου και γενικότερα ξύλο, και κατέληξε να δηλώνει κατά τη ρωμαϊκή … Dictionary of Greek